περιττότητα

περιττότητα
η / περισσότης, -ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ [περιττός/περισσός]
1. η ιδιότητα τού περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο
2. η ιδιότητα τού περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιττότητα — περισσότης extravagance fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. περιττότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”